- συνείπον
- Α(αόρ. β' τού συναγορεύω, ή τού σύμφημι)1. ομιλώ μαζί με κάποιον και, ιδίως, επιβεβαιώνω κάτι που κάποιος άλλος λέει («εἰ δὲ τις τῶν παρόντων ἔχει τί μοι συνειπεῑν, ἀναβὰς εἰς ὑμᾱς λεγέτω», Ισοκρ.)2. συμφωνώ με κάποιον3. υπερασπίζω κάποιον («τότ' ἔδει τόν γε φίλον δήπου συνειπεῑν καὶ βοηθῆσαι», Δημοσθ.)4. (γενικά) βοηθώ, προστατεύω5. λέω ή εκφράζω συγχρόνως6. μέσ. συνειπάμηνέρχομαι σε συνεννόηση με κάποιον («δούλων... συνειπαμένων τὰς... ἄκρας καταλαβέσθαι καὶ... ἐμπρῆσαι τὴν πόλιν», Δίον. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.